Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΡΑΤΟΥ
από την "Ε"
Για τις κυβερνήσεις οι άνθρωποι είναι νούμερα, αριθμοί, μεγέθη.
Με αυτή τη συλλογιστική η κυβέρνηση Παπανδρέου και ολίγου ΠΑΣΟΚ έκοψε μισθούς, δώρα, επιδόματα, αύξησε το χρόνο εργασίας και εξώθησε πολλούς στη συνταξιοδότηση. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας, της οικονομικής εξυγίανσης και τελικά, δήθεν, της πατρίδας.
Και καλά ο κ. Παπανδρέου, η παιδεία του κινείται μεταξύ κωπηλασίας, ποδηλάτου, κολύμβησης και γυμναστηρίου. Τα πάντα για το σώμα, για το πνεύμα όχι και πολλά πράγματα. Τι να πει όμως κανείς για το τρομερό επίπεδο της κουλτούρας του συνταγματολόγου του κ. Ανδρέα Λοβέρδου που, πριν από το υπουργός Υγείας, φρόντισε, με την αριστεροπροοδευτική διάθεση που τον διακρίνει, να κουρέψει τις συντάξεις, εξωθώντας ουκ ολίγους στην εγκατάλειψη της εργασίας τους;
Τα νούμερα, πάντα τα νούμερα που αποκλείουν κάθε χώρο για τους ανθρώπους.
Για τις συντάξεις, λοιπόν, σκέφτηκα να γράψω σήμερα μερικά λόγια. Χωρίς όμως οι λέξεις μου να έχουν άμεση πολιτική χροιά, αυτή την παίρνουμε καθημερινά από τους φωστήρες που μας κυβερνούν.
Ετσι, θα 'λεγα ότι η σύνταξη συνδέεται τις πιο πολλές φορές με το άγχος του θανάτου και, φυσικά, με την άρνηση των γηρατειών.
Αν οι διαμαρτυρίες και οι πορείες των τελευταίων μηνών συμβόλιζαν την ανησυχία μας για την, αγνώστου μεγέθους, μείωση των εισοδημάτων μας, το σπρώξιμο από τις κυβερνητικές πράξεις -ωμές και αμελέτητες- προς τη σύνταξη ήταν, και είναι, το ξεσκέπασμα του άγχους μας απέναντι στο θάνατο, απέναντι στο κοινωνικό, επαγγελματικό και σωματικό τέλος μας. Η συνταξιοδότηση είναι ένα γεγονός της επαγγελματικής μας ζωής, που μας αναγκάζει να επαναπροσδιορίσουμε τις δυνατότητες των σωμάτων μας, σε σχέση προς την προσωπική μας δυναμική που διαθέτουμε ακόμη, ψυχική δυναμική, οικογενειακή, κοινωνική, αλλά και τη δυναμική μας που αναγνωρίζουμε στο βλέμμα των άλλων.
Κι ακόμη, η βίαιη απόσυρση από το χώρο και τον κόσμο της εργασίας σημαίνει πόνο αναγκαστικής αναχώρησης, άγχος γιατί ποιος ξέρει; Δεν σε χρειάζονται πια. Σημαίνει ακόμη αλλαγή, εγκατάλειψη ενός τρόπου ζωής που συνοδεύεται συχνά από αδυναμία για επενδύσεις σε άλλα σχέδια, ιδίως όταν η μέχρι τότε ζωή περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από τη δουλειά. Κι έπειτα, με αυτά τα περιοριστικά οικονομικά μέτρα, σημαίνει αφαίρεση της ελευθερίας σου να επιλέξεις πώς θέλεις να ζήσεις τα δικά σου γηρατειά. Η σύνταξη δεν είναι μόνον ένα πρόβλημα αριθμών, όπως το παρουσίασαν πολλοί, με πρώτο τον άσχετο περί αυτά συνταγματολόγο Α. Λοβέρδο, είναι ένα βαθύ πρόβλημα επιλογής στην οποία οφείλει να συμβάλει ολόκληρη η κοινωνία.
Η υπόθεση αυτή, τουλάχιστον από ψυχαναλυτικής άποψης, ήταν το μεγαλύτερο λάθος των κ. Παπανδρέου και Λοβέρδου. Και τούτο, διότι σίγουρα οι δύο άνδρες δεν γνωρίζουν ότι η σύνταξη συνιστά την τελευταία μεγάλη στροφή στη ζωή ενός ανθρώπου: θα σημάνει έναν κοινωνικό θάνατο ή ένα νέο ξεκίνημα; Πολύ σημαντικό ερώτημα, διότι, συχνά, συμπίπτει με την αρχή των γηρατειών. Και το δυστύχημα είναι πως, εκτός από την ναρκισσιστική αποσταθεροποίηση που επιφέρει στον καθένα μας, ο καθένας μας οφείλει να επαναπροσδιορίσει μόνος του τις νέες δραστηριότητες που θα τον επανεξοπλίσουν για να ανακτήσει το ναρκισσισμό του, την καλή ιδέα (το είπαμε και σε άλλο σημείωμά μας) για τον εαυτό του. Αν όχι, τότε θα βρεθούμε σίγουρα στην αρχή ενός ψυχικού γεράσματος του ατόμου, που δεν έχει προβλεφθεί ούτε από τις πράξεις ούτε από το Σύνταγμα, έτσι όπως το γνωρίζει ο κ. Λοβέρδος.
Ετσι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η έξοδος στη σύνταξη είναι μια περίοδος που γεννάει άγχος. Είναι μια μεταβατική περίοδος που θέλει το χρόνο της. Ολοι, αργά ή γρήγορα, οφείλουν να την περάσουν. Οχι όμως με σπρωξιές και κλοτσιές, όπως συνέβη αυτή τη χρονιά που περνάει.
Πρόκειται για μια «κρίση»: «πράξη χωρισμού» και μαζί «επιλογή», αυτό σημαίνει η λέξη. Κι εκεί χρειάζεται η ικανότητα για επαναδιαπραγμάτευση και επαναπροσδιορισμό των σχέσεών μας με το χώρο και το χρόνο, τις αξίες στις οποίες πιστεύαμε, τα ιδεώδη μας. Οσοι την «έπαθαν» από Παπανδρέου και Λοβέρδους, τα χρειάζονται όλα αυτά. Χρειάζονται νέους ρόλους. Χρειάζεται η εγκατάλειψη του αιώνιου παιδιού που έχουμε μέσα μας και στη θέση του ας μπει η σκέψη τού τι έχουμε ν' αφήσουμε στα παιδιά εκτός μας, που ακολουθούν, αφού κάπου έχει παραπέσει πλέον το διαβατήριο της νεότητάς μας και δεν μπορούμε να το ξαναβρούμε.
Και από την κοινωνική ψυχολογία ας πάρουμε κάτι: Ας σκεφτούμε σοβαρά, αγνοώντας αυτούς που με περίσσια ανευθυνότητα μας κυβερνούν, την απειλή της ψυχικής κατάρρευσης που μας έρχεται απ' έξω και άπτεται της κοινωνικής μας ταυτότητας. Ας γυρίσουμε την πλάτη μας στα μαζικά αρχαϊκά άγχη εγκατάλειψης που μας απειλούν. Δεν είμαστε -ακόμη- μόνοι μας, υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά - εργασία και πολλή δουλειά, πολιτική.