από την "Ε"
Για ακόμη μια φορά το εκλογικό σώμα κλήθηκε να ψηφίσει στις φετινές περιφερειακές και δημοτικές εκλογές με βάση ένα εκβιαστικό πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα.
Με το σύστημα αυτό:
- Η αποχή στις 11 περιφέρειες στις οποίες διεξήχθη δεύτερος γύρος έφτασε το 53,25% και μαζί με τα άκυρα και λευκά το 58,71%.
- Οι ψήφοι που πήραν στις 8 περιφέρειες οι εκλεγέντες που υποστήριξε το ΠΑΣΟΚ ως ποσοστό του εκλογικού σώματος κυμαίνονται από το 24,1% στην Ανατολική Μακεδονία & Θράκη μέχρι το 17,3% στο Βόρειο Αιγαίο και τα αντίστοιχα ποσοστά στις 5 περιφέρειες που κέρδισαν οι υποψήφιοι που υποστήριξε η Ν.Δ. από 25,4% στην Ηπειρο μέχρι 18,3% στα Ιόνια Νησιά.
- Το σύνολο των ψήφων που πήραν στο δεύτερο γύρο στις 11 περιφέρειες οι υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ αντιπροσωπεύει το 21,0% του εκλογικού σώματος και εκείνοι της Ν.Δ. το 20,3%, τέλος
- Η πλειονότητα των συμβούλων που διαθέτουν οι εκλεγέντες οφείλεται στην κλοπή των εδρών που δικαιούνταν οι άλλες παρατάξεις με βάση το ποσοστό που πήραν στον πρώτο γύρο.
Ανάλογη είναι η κατάσταση και στις βουλευτικές εκλογές. Ολα τα εκλογικά συστήματα που κατασκεύασαν και ψήφισαν τα δύο κόμματα εξουσίας είναι στην ουσία τους πλειοψηφικά και ληστρικά, δεδομένου ότι με αυτά το πρώτο κόμμα αποκτά πλειοψηφία κλέβοντας έδρες που δικαιούνται με βάση τη δύναμή τους τόσο τα κόμματα που ξεπερνούν το όριο του 3,0% και μπαίνουν στη Βουλή όσο και εκείνα που δεν το ξεπερνούν. Πλειοψηφικό και ληστρικό είναι και το νέο σύστημα που προτείνει και θέλει να ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση, αφού με το 42% των ψήφων το πρώτο κόμμα θα αποσπά πλειοψηφία στη Βουλή.
Τα εκλογικά συστήματα με τα οποία διεξάγονται οι βουλευτικές, περιφερειακές και δημοτικές εκλογές στη χώρα μας στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν αποτέλεσμα η μειοψηφία στο λαό να κυβερνά και η πλειοψηφία να ελέγχει. Ανατρέπουν, δηλαδή, τη δημοκρατική αρχή, σύμφωνα με την οποία η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ελέγχει, παραβιάζοντας κατάφωρα την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».
Ποια, όμως, είναι τα αποτελέσματα της εφαρμογής των πλειοψηφικών συστημάτων στη χώρα μας; Στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών, το αποτέλεσμα είναι να κυβερνούν τη χώρα επί 36 χρόνια τα δύο κόμματα εξουσίας, τα οποία, με την αλόγιστη πολιτική τους, δημιούργησαν το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος και υποδούλωσαν την Ελλάδα στην τρόικα για άγνωστο χρονικό διάστημα, με τις γνωστές ανυπόφορες συνέπειες για το λαό. Τα κόμματα αυτά έχουν υποταχθεί πλήρως στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και οι πολιτικές που υποστηρίζουν και εφαρμόζουν είναι, ουσιαστικά, ταυτόσημες.
Τα ίδια κόμματα άφησαν τη διαφθορά, την παραοικονομία, τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή να φουντώσουν και, εξαιτίας των πελατειακών τους σχέσεων με τους οπαδούς τους, δημιούργησαν, με τους αναξιοκρατικούς διορισμούς, τη σημερινή αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Παρόμοια κατάσταση -με εξαιρέσεις- επικρατεί στους δήμους της χώρας και το ίδιο προβλέπεται να συμβεί (και μάλιστα σε μεγαλύτερη έκταση) στις «κυβερνήσεις» των περιφερειών.
Τα κόμματα εξουσίας προκάλεσαν την πολύπλευρη κρίση που περνά ο τόπος διότι, όταν κατέχουν την εξουσία, συμπεριφέρονται αλαζονικά και από τη μια πιστεύουν ότι μόνο εκείνα γνωρίζουν την αλήθεια και από την άλλη κυβέρνησαν και κυβερνούν τη χώρα ανεξέλεγκτα, με τα αποτελέσματα που προαναφέρθηκαν. Ηρθε επομένως ο καιρός να εγκαταλείψουν τα πλειοψηφικά και εκβιαστικά εκλογικά συστήματα, και τις μονοκομματικές κυβερνήσεις και αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης να διαδεχθούν κυβερνήσεις και αρχές συνεργασίας, που θα στηρίζονται στην πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Τις κυβερνήσεις αυτές θα φέρει μόνο η καθιέρωση της μιας και μοναδικής απλής αναλογικής ως πάγιου συστήματος διεξαγωγής όλων των εκλογών. Το επιχείρημα ότι είναι ανεφάρμοστη διότι δεν υπάρχει παράδοση συνεργασίας κομμάτων στη χώρα μας αντιστρέφεται: συνεργασία δεν υπάρχει διότι εκλογικά συστήματα την αποκλείουν. Η απλή αναλογική θα αναγκάσει όλα τα κόμματα να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην πολύπαθη χώρα μας και να την κυβερνήσουν εκείνα που θα συμφωνήσουν στην εφαρμογή ενός κοινού προγράμματος.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ